Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΣΥΝΑΥΛΙΑ





    Παρακολουθώ εδώ και μέρες τον ντόρο που έχει ξεσπάσει με την αφορμή της επιλογής του Σάκη Ρουβά για την ερμηνεία του Λαϊκού μέρους του Άξιον Εστί, με την ευκαιρία του εορτασμού των ενενήντα χρόνων του Μίκη Θεοδωράκη. Έχουν δημιουργηθεί, όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, δύο στρατόπεδα ανάμεσα στους διαφωνούντες και τους συμφωνούντες.
    Είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι διαφωνούντες καθετί που ξεφεύγει από τους κανόνες που αυτοί, αυθαίρετα προσπαθούν να επιβάλλουν. Δεν ξέρω αν πρέπει να γελά ή να οργίζεται κάποιος από την συμπεριφορά των αυτόκλητων τιμητών και υπερασπιστών της καλλιτεχνικής καθαρότητας.


      Ας ξεκινήσω από τα βασικά. Το Αξιον Εστί ηχογραφήθηκε το 1964 δηλ. 51 χρόνια πριν. Αποτελεί ίσως το κορυφαίο έργο της σύγχρονης Ελληνικής Μουσικής. Όλοι αυτοί οι επαΐοντες  που έχουν άποψη, θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι τέτοιου είδους ηχογραφήσεις είναι μοναδικές και σπάνια επαναλαμβάνονται, ακόμα και από τους ίδιους τους συντελεστές. Μια ερμηνεία είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων, όπως οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής, η συναισθηματική κατάσταση των συντελεστών, η επικοινωνία που έχουν μεταξύ τους κατά την ηχογράφηση-εκτέλεση, η βιωματική τους εμπειρία σε σχέση με το έργο , το μουσικό τους ταλέντο , η αντίληψη για το τι απαιτεί η ηχογράφηση εκτέλεση. Νομίζει κανείς ότι είναι ποτέ δυνατόν να αναπαραχθεί με την ίδια δύναμη και αισθαντικότητα  η εκτέλεση του 1964, 51 χρόνια μετά;
Υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ της τότε επιλογής του Μπιθικώτση και της σημερινής του Ρουβά; Φυσικά υπάρχουν και θα έπρεπε να κάνουν τους επικριτές πιο επιφυλακτικούς στις δηλώσεις τους γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξεφτιλιστούν όπως το αντίστοιχο κατεστημένο του 1964.
Σε αυτό το σημείο θα παραθέσω την διδακτική ιστορία της ηχογράφησης του Άξιον Εστί  όπως δημοσιεύεται από τον Τάσο Κριτσιώλη στο ιστότοπο vinylmaniac.madblog.gr :


"Ίσως σήμερα ν’ ακούγεται ως ένα πρώτης τάξεως ανέκδοτο, αλλά όταν ο Μίκης Θεοδωράκης πρότεινε στην Columbia το «Άξιον εστί» σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη εκείνη κράτησε αρνητική στάση. Βλέπετε, είχε «βολευτεί» με το να πληρώνει 5-6 μουσικούς που συμμετείχαν στα «κανονικά» τραγούδια και καταλάβαινε ότι η ηχογράφηση ενός τέτοιου έργου θα σήμαινε τουλάχιστον δέκα φορές περισσότερα έξοδα.
Ευτυχώς όμως, στο συμβόλαιο που είχε υπογράψει με την εταιρεία ο συνθέτης αναφερόταν ότι ήταν υποχρεωμένος να κυκλοφορεί κάθε χρόνο κι ένα συμφωνικό έργο. Εκεί «πάτησε» λοιπόν κι έτσι ξεκίνησε η ηχογράφηση του «Άξιον Εστί», αλλά με πολλά προβλήματα καθώς δεν υπήρχε κατάλληλο στούντιο ώστε να συντονιστούν όλοι οι συντελεστές (μουσικοί, χορωδοί, «ψάλτης» και «αφηγητής»).
Η πιο εύκολη φάση του έργου ήτανε τα πέντε τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στα στούντιο της Columbia με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και συνοδεία λαϊκής ορχήστρας με επικεφαλής τους Κώστα Παπαδόπουλο και Λάκη Καρνέζη στα μπουζούκια. Οι υπόλοιποι συντελεστές ήταν ο Μάνος Κατράκης (αφηγητής), Θόδωρος Δημήτριεφ (ψάλτης), η χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου, οι ηθοποιοί του ανδρικού χορού του Εθνικού Θεάτρου και η Μικρή Ορχήστρα Αθηνών που είχε ιδρύσει ο Θεοδωράκης το 1962. 
Ωστόσο, ακόμη κι όταν ολοκληρώθηκαν οι ηχογραφήσεις οι άνθρωποι της εταιρείας πάλι ήτανε δύσπιστοι και μάλιστα φτάσανε στο σημείο να χαρακτηρίσουν «έκτρωμα» το έργο κι ότι «θα ντροπιάσει τους υπεύθυνους και την ίδια την Columbia». Αιτία, κάποιες ατέλειες που παρατηρήθηκαν εξαιτίας του ότι το κύριο μέρος του ηχογραφήθηκε σε κινηματογραφικό στούντιο κι έτσι ο συντονισμός ήταν εξαιρετικά δύσκολος…
Ο Θεοδωράκης επέμενε στον όρο του συμβολαίου του και τελικώς το «Άξιον εστί» κυκλοφόρησε το Πάσχα του 1964 σε διπλό άλμπουμ με εξώφυλλο του Γιάννη Τσαρούχη. Κάθε σχόλιο βεβαίως είναι περιττό, αφού πρόκειται για ένα έργο που σχεδόν αμέσως πήρε τη θέση του στις αθάνατες δημιουργίες του ελληνικού πολιτισμού τόσο καλλιτεχνικά, όσο κι εμπορικά με πωλήσεις άνω των 500.000 αντιτύπων. Αλήθεια, ποιος δεν ξέρει τα «Ένα το χελιδόνι», «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Της αγάπης αίματα» και τα άλλα σπουδαία και θαυμαστά μέρη του;
Σημειωτέον ότι ο συνθέτης δούλεψε πάνω στο έργο για σχεδόν τρία χρόνια, καθώς του το είχε δώσει στο Παρίσι ο ποιητής λέγοντάς του ότι το φαντάζεται ως μία «λαϊκή λειτουργία»…
Πάντως, τα προβλήματα δεν τελείωσαν αφού υπήρξε ζήτημα με τη «ζωντανή» παρουσίασή του. Αρχικά, το Φεστιβάλ Αθηνών πρότεινε στον Θεοδωράκη να το παρουσιάσει τον Ιούλιο στο Ηρώδειο, αλλά μόλις γνωστοποιήθηκε ότι θα υπήρχε λαϊκή ορχήστρα κι ερμηνευτής θα ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, οι υπεύθυνοί του κάνανε πίσω. Για να καταλάβετε πόσο «φωστήρες» ήταν οι άνθρωποι, στις 22 Ιουλίου ανακοίνωσαν επισήμως ότι με την εμφάνιση του εν λόγω τραγουδιστή «διακυβεύεται το γόητρο του Φεστιβάλ Αθηνών». Αν είναι ποτέ δυνατόν…
Ως αντίδραση, στις 5 Αυγούστου Θεοδωράκης κι Ελύτης αποφασίζουν την απόσυρση του έργου από αυτές τις εκδηλώσεις και ο συνθέτης στέλνει επιστολή στον Τύπο στην οποίαν αναφέρει ότι αρχικά οι ίδιοι οι άνθρωποι του Φεστιβάλ τους κάλεσαν, αλλά εν συνεχεία τους έθεσαν όρους που θεωρήθηκαν απαράδεκτοι.
Τελικώς, το «Άξιον εστί» παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο κοινό στις 19 Οκτωβρίου 1964 στο θέατρο «Κοτοπούλη» με τους ίδιους συντελεστές που συμμετείχαν στην ηχογράφησή του. Η υποδοχή είναι θριαμβευτική και ο κόσμος τους αποθεώνει, αλλά ακόμη υπάρχουν ορισμένοι «αντιρρησίες»…
Την ίδια χρονιά, ο Θεοδωράκης ηχογραφεί και την «Πολιτεία Β`» φυσικά με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τραγούδια όπως «Η μπαλάντα του Αντρίκου», «Γωνιά-γωνιά», «Στράτα τη στράτα» κ.α. περνούν αμέσως στο πάνθεον των «αθανάτων» του ελληνικού πολιτισμού…"

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης όπως καταλάβατε είχε μια αντίστοιχη αντιμετώπιση με αυτή του Ρουβά το μακρινό 1964. Ο Μπιθικώτσης ήταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 ένας λαϊκός τραγουδιστής που τραγουδούσε εξαιρετικά τα ρεμπέτικα του Μάρκου κυρίως, χωρίς μουσική παιδεία και σχεδόν αγράμματος. Ήταν η εποχή που όλοι αυτοί οι μεγάλοι λαϊκοί καλλιτέχνες θεωρούνταν παρακατιανοί που τραγουδούσαν τραγούδια για περιθωριακούς.Ο Μάνος Χατζηδάκης ήταν αυτός που αντιλήφθηκε πρώτος την αξία των ρεμπέτικων και ξεκίνησε ένα πολύ δύσκολο αγώνα από την ιστορική διάλεξη του 1959 προκειμένου να καταλάβουν τη θέση που τους άρμοζε στην  σύγχρονη Ελληνική μουσική. Έντεκα  χρόνια Τον Μάρτιο του 1961, η συναυλία των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι, που διοργανώθηκε στο θέατρο «Κεντρικόν», ήταν το γεγονός της χρονιάς. Τα τραγούδια των δύο συνθετών θα ερμήνευε η αφρόκρεμα του ελληνικού τραγουδιού, ενώ μπουζούκι θα έπαιζε ο δεξιοτέχνης Μανώλης Χιώτης. Στέλιος Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Γρηγόρης Μπιθικώτσης ήταν μερικά μόνο από τα ονόματα που συμμετείχαν στη μεγάλη μουσική βραδιά. Παρουσιάστρια της βραδιάς ήταν η ηθοποιός Μάρω Κοντού. Η συναυλία ξεκίνησε κανονικά και το κατάμεστο θέατρο σείονταν από το χειροκρότημα του κόσμου. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι τη στιγμή που κλήθηκε στη σκηνή ο Μπιθικώτσης για να ερμηνεύσει το τραγούδι, «Στον άλλο κόσμο που θα πας». Ο «σερ» του ελληνικού τραγουδιού όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την ερμηνεία του τραγουδιού, γιατί κατέρρευσε από το άγχος. Το κοινό, που αναγνώρισε τη μεγάλη καλλιτεχνική του αξία, κατανόησε ότι ήταν απλώς μια άτυχη στιγμή και τον αγκάλιασε με το χειροκρότημά του.... 


Αυτά τα λίγα για την Ιστορία…Όσο για το αν το εγχείρημα του Ρουβά θα έχει επιτυχία ή όχι, θα κριθεί από την αποδοχή του κοινού όπως συνήθως συμβαίνει σε όλες τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις αιώνες τώρα. Πάντως προσωπικά θα προτιμούσα ένα παιδί που θα το προσπαθούσε αναλογιζόμενο την τεράστια ευθύνη που βαραίνει τους ώμους του, αλλά και το κίνδυνο της παταγώδους αποτυχίας να καραδοκεί, από τον «ακατονόμαστο» που πριν λίγα χρόνια έκανε συναυλίες δηλώνοντας ότι το μνημόνιο είναι αναγκαίο κακό και εισέπραττε  γιαούρτια από το ενθουσιώδη κοινό.
Αυτό που με προβληματίζει όμως με αφορμή την συναυλία είναι ότι έρχεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να αποκαλύψει την καλλιτεχνική γύμνια των καιρών μας και κατ’ επέκταση τον λήθαργο στον οποίο έχει περιέλθει η σημερινή κοινωνία, για να μη πω τίποτα χειρότερο. Πριν μισό αιώνα ο Χατζηδάκης και ο Θεοδωράκης  μελετώντας τα ρεμπέτικα τραγούδια, δημιούργησαν το λαϊκό τραγούδι, παρέσυραν άλλους συνθέτες που με την σειρά τους δημιούργησαν το «νέο κύμα» και γενικά όλοι μαζί έδωσαν μια γερή σπρωξιά στην μουσική και την προχώρησαν απίστευτα μπροστά με άλλα λόγια συνέβαλαν σε μια απαράμιλλη καλλιτεχνική έκρηξη όχι ξένη από μια αντίστοιχη κοινωνική που ήθελε να αλλάξει κάθε παλιό αγωνιζόμενη καθημερινά για ένα καλύτερο αύριο.
Σήμερα, ατενίζουμε με δέος αυτούς τους δημιουργούς και πλέκουμε εγκώμια χαρακτηρίζοντας τους «τεράστιους», «μεγάλους», «ανεπανάληπτους». Λάθος. Δεν πέρασε από την Ελλάδα ένα μυθικό γένος γιγάντων. Εμείς είμαστε γονατιστοί και το βλέπουμε έτσι. Πριν λίγα χρόνια όταν ο κόσμος βγήκε πάλι στους δρόμους πολλοί ακούμπησαν στον υπέργηρο Θεοδωράκη που παρά το βάρος των χρόνων του δημιούργησε το κίνημα της «Σπίθας»που ως τέτοιο έσβησε ακαριαία γιατί δεν υπήρχε το περιβάλλον ν΄ ανάψει τη φλόγα της δημιουργίας που θα έκαιγε καθετί παλιό και άχρηστο. Ίσως κάποια άλλη στιγμή να συμβεί και αυτό. Μέχρι τότε θα εξακολουθούμε να κοιτάζουμε με δέος και θα αναπολούμε το «ένδοξο» παρελθόν προσπαθώντας όχι να ζήσουμε, αλλά να επιβιώσουμε, μέσα σε μια κοινωνική μιζέρια που έχουμε περιπέσει.


πηγές: mixanitouxronou.gr, music corner.gr 



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου